- εμπηδώ
- (-άω) (AM ἐμπηδῶ)1. πηδώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι με άλμα2. (για την καρδιά) πάλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεμπηδώ — άω, Α εφορμώ, κάνω επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπηδῶ «πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ»] … Dictionary of Greek